κερδοσκοπία

κερδοσκοπία
Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς-πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και επενδυτική δραστηριότητα (που επίσης αποσκοπεί στη δημιουργία κέρδους με την πώληση εμπορευμάτων ή τίτλων σε μεγαλύτερη τιμή από την αγορά τους) στον βαθμό που περιλαμβάνει την ανάληψη μεγαλύτερου κινδύνου από αυτόν που είναι συνήθως διατεθειμένοι να αναλάβουν οι έμποροι και oι επενδυτές. Φυσικά, η κ. φέρει μεγάλο κίνδυνο, καθώς υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μην κινηθούν οι τιμές στην κατεύθυνση που προβλέπει ο κερδοσκόπος, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία –συχνά πολύ σημαντική– αντί για κέρδος. Στην κοινή χρήση του όρου, η κ. συνδέεται με την αποκόμιση υπερβολικού κέρδους σε μη κανονικές καταστάσεις και ενδεχομένως με αθέμιτα μέσα. Γι’ αυτό και συχνά καταδικάζεται ηθικά ως ενέργεια και συγκρίνεται κοινωνικά με τα τυχερά παιχνίδια. Στον καθαρά οικονομικό ορισμό, η κ. έγκειται κυρίως στην πρόβλεψη των διακυμάνσεων της τιμής στον χρόνο και στην εκμετάλλευση των ατελειών της αγοράς. Ασκείται από ειδικούς που είναι καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση των αγορών καθώς και για την πορεία της παραγωγής και της κατανάλωσης. Εκτός από τα εμπορεύματα ή (ακριβέστερα) τους τίτλους που τα αντιπροσωπεύουν, η κ. ασκείται πάνω στο συνάλλαγμα και σε αξίες (μετοχές, ομόλογα κλπ.), η τιμή των οποίων υπόκειται σε σημαντικές διακυμάνσεις. Στην οικονομική θεωρία, η κ. έχει ειδική κοινωνική και οικονομική λειτουργία, καθώς εξασφαλίζει μέσα στον χρόνο κάποια σταθερότητα των τιμών και ομοιόμορφη κατανομή των καταναλωτικών αγαθών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο κερδοσκόπος αφαιρεί μέρος της προσφοράς την περίοδο που η ζήτηση δεν είναι πολύ μεγάλη, εμποδίζοντας την κατάρρευση των τιμών· αντίστοιχα, διοχετεύει εμπορεύματα στην αγορά όταν η προσφορά δεν είναι τόσο μεγάλη, εμποδίζοντας την υπερβολική αύξηση των τιμών. Αυτό, φυσικά, συμβαίνει αν οι προβλέψεις του κερδοσκόπου αποδειχθούν σωστές, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα επιδεινώσει τις ανισορροπίες της αγοράς.
* * *
η
η επιδίωξη κέρδους με κάθε μέσο, ιδίως αθέμιτο, κάθε πράξη που αποσκοπεί στην πραγματοποίηση κέρδους, ειδικότερα η επιδίωξη προσπορισμού κέρδους με τις διακυμάνσεις τών τιμών που προκαλούνται με τεχνητές μεταβολές τής προσφοράς και τής ζήτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερδοσκοπία — η η επιδίωξη με κάθε μέσο υπερβολικού κέρδους: Η κερδοσκοπία τον οδήγησε σ αυτή την ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργολάβεια — ἐργολάβεια, ἡ (Α) 1. κερδοσκοπία («ἁμαρτωλός διώκων ἐργολαβείας ἐμπεσεῑται εἰς κρίσεις», ΠΔ) 2. εκμετάλλευση ανθρώπου, κερδοσκοπία σε βάρος άλλου …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κερδοσκοπία, αυτός που γίνεται για επίτευξη εύκολου κέρδους με κάθε μέσο («κερδοσκοπικά τεχνάσματα»). επίρρ... κερδοσκοπικώς και ά με κερδοσκοπικό τρόπο, για την προσκόμιση κερδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… …   Dictionary of Greek

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • εργολαβία — η (AM ἐργολαβία) [εργολάβος] ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού») νεοελλ. επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία αρχ. κερδοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”